- δυστυχήσεις
- δυστυχέωto be unluckyaor subj act 2nd sg (epic)δυστυχέωto be unluckyfut ind act 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χαΐρι — το, Ν 1. προκοπή, ευδοκίμηση («δεν θα κάνει χαΐρι αυτό το παιδί») 2. νοικοκυροσύνη 3. φρ. «χαΐρι και προκοπή να μη δεις» (ως κατάρα) να δυστυχήσεις στη ζωή σου 4. παροιμ. «στραβά πας, κάβουρα, μα δες και το χαΐρι σου» δηλώνει ότι οι στρεψόδικοι… … Dictionary of Greek